- εκτυφώ
- ἐκτυφῶ (-όω) (Α)1. εξαπατώ, αποπλανώ, εμπαίζω2. κάνω κάποιον αλαζόνα, επηρμένο3. (μέσ. και παθ.) ἐκτυφοῡμαιεξαφανίζομαι μεταβαλλόμενος σε καπνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτύφω — ἐκτύφω (Α) 1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω* φλέγω 2. υποδαυλίζω, 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.) … Dictionary of Greek
υπεκτύφω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεκκαίω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκτύφω «καίω σε σιγανή φωτιά»] … Dictionary of Greek